περιποιητικοῦ

περιποιητικοῦ
περιποιητικός
able to procure
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιποιητικότητα — η, Ν [περιποιητικός] η ιδιότητα τού περιποιητικού, η προθυμία για την παροχή περιποιήσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”